Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱππομύρμηξ
ἱππονώμας
ἱπποπόλος
ἵππος
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
ἱππόσυνος
ἱππότης
ἱπποτοξότης
ἱπποτροφία
ἱπποτρόφος
ἱπποτυφία
ἵππουρις
ἱπποφόρβιον
ἱπποφορβός
ἱππώδης
ἱππωνία
ἱππωνέω
ἱππών
ἴπτομαι
ἰρήν
View word page
ἱπποτρόφος
ἱπποτρόφος ἱππο-τρόφος, ον τρέφω horse-feeding, abounding in horses, Hes. of persons, breeding and keeping race-horses, Dem., Plut.

ShortDef

horse-feeding, abounding in horses

Debugging

Headword:
ἱπποτρόφος
Headword (normalized):
ἱπποτρόφος
Headword (normalized/stripped):
ιπποτροφος
IDX:
15980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15994
Key:
i(ppotro/fos

Data

{'content': 'ἱπποτρόφος\n ἱππο-τρόφος, ον\n τρέφω\n horse-feeding, abounding in horses, Hes.\n of persons, breeding and keeping race-horses, Dem., Plut.', 'key': 'i(ppotro/fos'}