Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱππομάχος
ἱππομύρμηξ
ἱππονώμας
ἱπποπόλος
ἵππος
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
ἱππόσυνος
ἱππότης
ἱπποτοξότης
ἱπποτροφία
ἱπποτρόφος
ἱπποτυφία
ἵππουρις
ἱπποφόρβιον
ἱπποφορβός
ἱππώδης
ἱππωνία
ἱππωνέω
ἱππών
ἴπτομαι
View word page
ἱπποτροφία
ἱπποτροφία ἱπποτροφία, ἡ, a breeding or keeping of horses, esp. for racing, Simon., Thuc. from ἱπποτρόφος
ShortDef
a breeding or keeping of horses
Debugging
Headword:
ἱπποτροφία
Headword (normalized):
ἱπποτροφία
Headword (normalized/stripped):
ιπποτροφια
IDX:
15979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15993
Key:
i(ppotrofi/a
Data
{'content': 'ἱπποτροφία\n ἱπποτροφία, ἡ,\n a breeding or keeping of horses, esp. for racing, Simon., Thuc.\n from ἱπποτρόφος', 'key': 'i(ppotrofi/a'}