Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱππομαχέω
ἱππομαχία
ἱππομάχος
ἱππομύρμηξ
ἱππονώμας
ἱπποπόλος
ἵππος
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
ἱππόσυνος
ἱππότης
ἱπποτοξότης
ἱπποτροφία
ἱπποτρόφος
ἱπποτυφία
ἵππουρις
ἱπποφόρβιον
ἱπποφορβός
ἱππώδης
ἱππωνία
ἱππωνέω
View word page
ἱππότης
ἱππότης ἱππότης, ου, ἵππος a driver or rider of horses, a horseman, knight, Lat. eques, Hom., Hdt., etc. as adj., ἱππότης λεώς the horse, the horsemen, Aesch., Soph.

ShortDef

a driver
horse-nature, the concept of horse

Debugging

Headword:
ἱππότης
Headword (normalized):
ἱππότης
Headword (normalized/stripped):
ιπποτης
IDX:
15977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15991
Key:
i(ppo/ths1

Data

{'content': 'ἱππότης\n ἱππότης, ου,\n ἵππος\n a driver or rider of horses, a horseman, knight, Lat. eques, Hom., Hdt., etc.\n as adj., ἱππότης λεώς the horse, the horsemen, Aesch., Soph.', 'key': 'i(ppo/ths1'}