Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱππόκρημνος
ἱππόκροτος
ἱππόλοφος
ἱππομανής
ἱππομανία
ἱππομαχέω
ἱππομαχία
ἱππομάχος
ἱππομύρμηξ
ἱππονώμας
ἱπποπόλος
ἵππος
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
ἱππόσυνος
ἱππότης
ἱπποτοξότης
ἱπποτροφία
ἱπποτρόφος
ἱπποτυφία
ἵππουρις
View word page
ἱπποπόλος
ἱπποπόλος ἱππο-πόλος, ον πολέω busied with horses, Il.

ShortDef

horse-managing, horse-training

Debugging

Headword:
ἱπποπόλος
Headword (normalized):
ἱπποπόλος
Headword (normalized/stripped):
ιπποπολος
IDX:
15972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15986
Key:
i(ppopo/los

Data

{'content': 'ἱπποπόλος\n ἱππο-πόλος, ον\n πολέω\n busied with horses, Il.', 'key': 'i(ppopo/los'}