Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱπποκορυστής
ἱπποκρατέω
ἱπποκρατία
ἱππόκρημνος
ἱππόκροτος
ἱππόλοφος
ἱππομανής
ἱππομανία
ἱππομαχέω
ἱππομαχία
ἱππομάχος
ἱππομύρμηξ
ἱππονώμας
ἱπποπόλος
ἵππος
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
ἱππόσυνος
ἱππότης
ἱπποτοξότης
ἱπποτροφία
View word page
ἱππομάχος
ἱππομάχος ἱππο-μάχος, ον μάχομαι fighting on horseback, a trooper, Simon., Luc.
ShortDef
fighting on horseback, a trooper
Debugging
Headword:
ἱππομάχος
Headword (normalized):
ἱππομάχος
Headword (normalized/stripped):
ιππομαχος
IDX:
15969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15983
Key:
i(ppoma/xos
Data
{'content': 'ἱππομάχος\n ἱππο-μάχος, ον\n μάχομαι\n fighting on horseback, a trooper, Simon., Luc.', 'key': 'i(ppoma/xos'}