Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱπποκόμος
ἱπποκορυστής
ἱπποκρατέω
ἱπποκρατία
ἱππόκρημνος
ἱππόκροτος
ἱππόλοφος
ἱππομανής
ἱππομανία
ἱππομαχέω
ἱππομαχία
ἱππομάχος
ἱππομύρμηξ
ἱππονώμας
ἱπποπόλος
ἵππος
ἱππόστασις
ἱπποσύνη
ἱππόσυνος
ἱππότης
ἱπποτοξότης
View word page
ἱππομαχία
ἱππομαχία ἱππομᾰχία, ἡ, a horse-fight, an action of cavalry, Thuc., etc. from ἱππομάχος
ShortDef
a horse-fight, an action of cavalry
Debugging
Headword:
ἱππομαχία
Headword (normalized):
ἱππομαχία
Headword (normalized/stripped):
ιππομαχια
IDX:
15968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15982
Key:
i(ppomaxi/a
Data
{'content': 'ἱππομαχία\n ἱππομᾰχία, ἡ,\n a horse-fight, an action of cavalry, Thuc., etc.\n from ἱππομάχος', 'key': 'i(ppomaxi/a'}