Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱπποκέλευθος
ἱπποκένταυρος
ἱπποκομέω
ἱππόκομος
ἱπποκόμος
ἱπποκορυστής
ἱπποκρατέω
ἱπποκρατία
ἱππόκρημνος
ἱππόκροτος
ἱππόλοφος
ἱππομανής
ἱππομανία
ἱππομαχέω
ἱππομαχία
ἱππομάχος
ἱππομύρμηξ
ἱππονώμας
ἱπποπόλος
ἵππος
ἱππόστασις
View word page
ἱππόλοφος
ἱππόλοφος ἱππό-λοφος, ον with horse-hair crest, Ar., Anth.
ShortDef
with horse-hair crest
Debugging
Headword:
ἱππόλοφος
Headword (normalized):
ἱππόλοφος
Headword (normalized/stripped):
ιππολοφος
IDX:
15964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15978
Key:
i(ppo/lofos
Data
{'content': 'ἱππόλοφος\n ἱππό-λοφος, ον\n with horse-hair crest, Ar., Anth.', 'key': 'i(ppo/lofos'}