Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱπποκάνθαρος
ἱπποκέλευθος
ἱπποκένταυρος
ἱπποκομέω
ἱππόκομος
ἱπποκόμος
ἱπποκορυστής
ἱπποκρατέω
ἱπποκρατία
ἱππόκρημνος
ἱππόκροτος
ἱππόλοφος
ἱππομανής
ἱππομανία
ἱππομαχέω
ἱππομαχία
ἱππομάχος
ἱππομύρμηξ
ἱππονώμας
ἱπποπόλος
ἵππος
View word page
ἱππόκροτος
ἱππόκροτος ἱππό-κροτος, ον sounding with horses, Eur.

ShortDef

sounding with horses

Debugging

Headword:
ἱππόκροτος
Headword (normalized):
ἱππόκροτος
Headword (normalized/stripped):
ιπποκροτος
IDX:
15963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15977
Key:
i(ppo/krotos

Data

{'content': 'ἱππόκροτος\n ἱππό-κροτος, ον\n sounding with horses, Eur.', 'key': 'i(ppo/krotos'}