Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱπποδρομία
ἱπποδρόμος
ἱππόδρομος
ἱππόθεν
ἱπποκάνθαρος
ἱπποκέλευθος
ἱπποκένταυρος
ἱπποκομέω
ἱππόκομος
ἱπποκόμος
ἱπποκορυστής
ἱπποκρατέω
ἱπποκρατία
ἱππόκρημνος
ἱππόκροτος
ἱππόλοφος
ἱππομανής
ἱππομανία
ἱππομαχέω
ἱππομαχία
ἱππομάχος
View word page
ἱπποκορυστής
ἱπποκορυστής ἱππο-κορυστής, οῦ, κορύσσω equipt or furnished with horses, Il.

ShortDef

marshaler, arranger of chariots

Debugging

Headword:
ἱπποκορυστής
Headword (normalized):
ἱπποκορυστής
Headword (normalized/stripped):
ιπποκορυστης
IDX:
15959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15973
Key:
i(ppokorusth/s

Data

{'content': 'ἱπποκορυστής\n ἱππο-κορυστής, οῦ,\n κορύσσω\n equipt or furnished with horses, Il.', 'key': 'i(ppokorusth/s'}