Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱππόδεσμα
ἱπποδέτης
ἱπποδιώκτης
ἱπποδρομία
ἱπποδρόμος
ἱππόδρομος
ἱππόθεν
ἱπποκάνθαρος
ἱπποκέλευθος
ἱπποκένταυρος
ἱπποκομέω
ἱππόκομος
ἱπποκόμος
ἱπποκορυστής
ἱπποκρατέω
ἱπποκρατία
ἱππόκρημνος
ἱππόκροτος
ἱππόλοφος
ἱππομανής
ἱππομανία
View word page
ἱπποκομέω
ἱπποκομέω ἱπποκομέω, fut. -ήσω to groom horses, ἱπποκομεῖν κάνθαρον to groom oneʼs beetle, Ar.

ShortDef

to groom horses

Debugging

Headword:
ἱπποκομέω
Headword (normalized):
ἱπποκομέω
Headword (normalized/stripped):
ιπποκομεω
IDX:
15956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15970
Key:
i(ppokome/w

Data

{'content': 'ἱπποκομέω\n ἱπποκομέω,\n fut. -ήσω\n to groom horses, ἱπποκομεῖν κάνθαρον to groom oneʼs beetle, Ar.', 'key': 'i(ppokome/w'}