Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλουσία
ἄλουτος
ἄλοφος
ἄλοχος
ἄλπνιστος
ἅλσις
ἄλσος
ἅλς
ἀλσώδης
ἁλτικός
ἁλυκίς
ἀλυκτάζω
ἀλυκτέω
ἀλυκτοπέδαι
ἄλυξις
ἀλύπητος
ἄλυπος
ἄλυρος
ἅλυσις
ἀλυσιτελής
ἀλυσκάζω
View word page
ἁλυκίς
ἁλυκίς ἅλς a salt spring, Strab.
ShortDef
a salt spring
Debugging
Headword:
ἁλυκίς
Headword (normalized):
ἁλυκίς
Headword (normalized/stripped):
αλυκις
IDX:
1597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1597
Key:
a(luki/s
Data
{'content': 'ἁλυκίς\n ἅλς\n a salt spring, Strab.', 'key': 'a(luki/s'}