Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱπποδάσεια
ἱππόδεσμα
ἱπποδέτης
ἱπποδιώκτης
ἱπποδρομία
ἱπποδρόμος
ἱππόδρομος
ἱππόθεν
ἱπποκάνθαρος
ἱπποκέλευθος
ἱπποκένταυρος
ἱπποκομέω
ἱππόκομος
ἱπποκόμος
ἱπποκορυστής
ἱπποκρατέω
ἱπποκρατία
ἱππόκρημνος
ἱππόκροτος
ἱππόλοφος
ἱππομανής
View word page
ἱπποκένταυρος
ἱπποκένταυρος ἱππο-κένταυρος, ὁ, a horse-centaur, half-horse half-man, Xen.

ShortDef

a horse-centaur, half-horse half-man

Debugging

Headword:
ἱπποκένταυρος
Headword (normalized):
ἱπποκένταυρος
Headword (normalized/stripped):
ιπποκενταυρος
IDX:
15955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15969
Key:
i(ppoke/ntauros

Data

{'content': 'ἱπποκένταυρος\n ἱππο-κένταυρος, ὁ,\n a horse-centaur, half-horse half-man, Xen.', 'key': 'i(ppoke/ntauros'}