Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱππόδαμος
ἱπποδάσεια
ἱππόδεσμα
ἱπποδέτης
ἱπποδιώκτης
ἱπποδρομία
ἱπποδρόμος
ἱππόδρομος
ἱππόθεν
ἱπποκάνθαρος
ἱπποκέλευθος
ἱπποκένταυρος
ἱπποκομέω
ἱππόκομος
ἱπποκόμος
ἱπποκορυστής
ἱπποκρατέω
ἱπποκρατία
ἱππόκρημνος
ἱππόκροτος
ἱππόλοφος
View word page
ἱπποκέλευθος
ἱπποκέλευθος ἱππο-κέλευθος, ον travelling by means of horses, a driver of horses, Il.
ShortDef
travelling by means of horses, a driver of horses
Debugging
Headword:
ἱπποκέλευθος
Headword (normalized):
ἱπποκέλευθος
Headword (normalized/stripped):
ιπποκελευθος
IDX:
15954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15968
Key:
i(ppoke/leuqos
Data
{'content': 'ἱπποκέλευθος\n ἱππο-κέλευθος, ον\n travelling by means of horses, a driver of horses, Il.', 'key': 'i(ppoke/leuqos'}