Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππογέρανοι
ἱππόγυποι
ἱππόδαμος
ἱπποδάσεια
ἱππόδεσμα
ἱπποδέτης
ἱπποδιώκτης
ἱπποδρομία
ἱπποδρόμος
ἱππόδρομος
ἱππόθεν
ἱπποκάνθαρος
ἱπποκέλευθος
ἱπποκένταυρος
ἱπποκομέω
ἱππόκομος
ἱπποκόμος
ἱπποκορυστής
ἱπποκρατέω
View word page
ἱπποδρόμος
ἱπποδρόμος ἱππο-δρόμος, ὁ, a light horseman, Hdt.
ShortDef
a light horseman
Debugging
Headword:
ἱπποδρόμος
Headword (normalized):
ἱπποδρόμος
Headword (normalized/stripped):
ιπποδρομος
IDX:
15950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15964
Key:
i(ppodro/mos
Data
{'content': 'ἱπποδρόμος\n ἱππο-δρόμος, ὁ,\n a light horseman, Hdt.', 'key': 'i(ppodro/mos'}