Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππογέρανοι
ἱππόγυποι
ἱππόδαμος
ἱπποδάσεια
ἱππόδεσμα
ἱπποδέτης
ἱπποδιώκτης
ἱπποδρομία
ἱπποδρόμος
ἱππόδρομος
ἱππόθεν
ἱπποκάνθαρος
ἱπποκέλευθος
View word page
ἱππόδαμος
ἱππόδαμος ἱππό-δᾰμος, ον δαμάω tamer of horses, Hom.

ShortDef

Hippodamus
tamer of horses

Debugging

Headword:
ἱππόδαμος
Headword (normalized):
ἱππόδαμος
Headword (normalized/stripped):
ιπποδαμος
IDX:
15944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15958
Key:
i(ppo/damos

Data

{'content': 'ἱππόδαμος\n ἱππό-δᾰμος, ον\n δαμάω\n tamer of horses, Hom.', 'key': 'i(ppo/damos'}