Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱππημολγοί
ἱππιάναξ
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππογέρανοι
ἱππόγυποι
ἱππόδαμος
ἱπποδάσεια
ἱππόδεσμα
ἱπποδέτης
ἱπποδιώκτης
ἱπποδρομία
ἱπποδρόμος
ἱππόδρομος
View word page
ἱπποβουκόλος
ἱπποβουκόλος ἱππο-βουκόλος, ὁ, a horse-herd, horse-keeper, Eur.

ShortDef

a horse-herd, horse-keeper

Debugging

Headword:
ἱπποβουκόλος
Headword (normalized):
ἱπποβουκόλος
Headword (normalized/stripped):
ιπποβουκολος
IDX:
15941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15955
Key:
i(ppobouko/los

Data

{'content': 'ἱπποβουκόλος\n ἱππο-βουκόλος, ὁ,\n a horse-herd, horse-keeper, Eur.', 'key': 'i(ppobouko/los'}