Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱππήλατος
ἱππημολγοί
ἱππιάναξ
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππογέρανοι
ἱππόγυποι
ἱππόδαμος
ἱπποδάσεια
ἱππόδεσμα
ἱπποδέτης
ἱπποδιώκτης
ἱπποδρομία
ἱπποδρόμος
View word page
ἱππόβοτος
ἱππόβοτος ἱππό-βοτος, ον βόσκω grazed by horses, Hom., Eur.

ShortDef

grazed by horses

Debugging

Headword:
ἱππόβοτος
Headword (normalized):
ἱππόβοτος
Headword (normalized/stripped):
ιπποβοτος
IDX:
15940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15954
Key:
i(ppo/botos

Data

{'content': 'ἱππόβοτος\n ἱππό-βοτος, ον\n βόσκω\n grazed by horses, Hom., Eur.', 'key': 'i(ppo/botos'}