Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱππηλατέω
ἱππηλάτης
ἱππήλατος
ἱππημολγοί
ἱππιάναξ
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππογέρανοι
ἱππόγυποι
ἱππόδαμος
ἱπποδάσεια
ἱππόδεσμα
ἱπποδέτης
ἱπποδιώκτης
View word page
ἱπποβάτης
ἱπποβάτης ἱππο-βάτης (ᾰ), ου, βαίνω a horseman, Aesch.
ShortDef
a horseman
Debugging
Headword:
ἱπποβάτης
Headword (normalized):
ἱπποβάτης
Headword (normalized/stripped):
ιπποβατης
IDX:
15938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15952
Key:
i(ppoba/ths
Data
{'content': 'ἱπποβάτης\n ἱππο-βάτης (ᾰ), ου,\n βαίνω\n a horseman, Aesch.', 'key': 'i(ppoba/ths'}