Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱππηλάσιος
ἱππηλατέω
ἱππηλάτης
ἱππήλατος
ἱππημολγοί
ἱππιάναξ
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππογέρανοι
ἱππόγυποι
ἱππόδαμος
ἱπποδάσεια
ἱππόδεσμα
ἱπποδέτης
View word page
ἱπποβάμων
ἱπποβάμων ἱππο-βά_μων, ονος, βαίνω going on horseback, equestrian, Aesch., Soph. metaph., ῥήματα ἱππ. great high-paced words, bombast, Ar.
ShortDef
going on horseback, equestrian
Debugging
Headword:
ἱπποβάμων
Headword (normalized):
ἱπποβάμων
Headword (normalized/stripped):
ιπποβαμων
IDX:
15937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15951
Key:
i(ppoba/mwn
Data
{'content': 'ἱπποβάμων\n ἱππο-βά_μων, ονος,\n βαίνω\n going on horseback, equestrian, Aesch., Soph.\n metaph., ῥήματα ἱππ. great high-paced words, bombast, Ar.', 'key': 'i(ppoba/mwn'}