Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱππηδόν
ἱππηλάσιος
ἱππηλατέω
ἱππηλάτης
ἱππήλατος
ἱππημολγοί
ἱππιάναξ
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππογέρανοι
ἱππόγυποι
ἱππόδαμος
ἱπποδάσεια
ἱππόδεσμα
View word page
ἱππιοχάρμης
ἱππιοχάρμης ἱππιο-χάρμης, ου, χάρμη one who fights from a chariot, Hom.: later, a horseman, rider, Aesch. as adj., ἵππ. κλόνοι the tumult of the horse-fight, Aesch.

ShortDef

one who fights from a chariot

Debugging

Headword:
ἱππιοχάρμης
Headword (normalized):
ἱππιοχάρμης
Headword (normalized/stripped):
ιππιοχαρμης
IDX:
15936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15950
Key:
i(ppioxa/rmhs

Data

{'content': 'ἱππιοχάρμης\n ἱππιο-χάρμης, ου,\n χάρμη\n one who fights from a chariot, Hom.: later, a horseman, rider, Aesch.\n as adj., ἵππ. κλόνοι the tumult of the horse-fight, Aesch.', 'key': 'i(ppioxa/rmhs'}