Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱππευτής
ἱππεύω
ἱππηδόν
ἱππηλάσιος
ἱππηλατέω
ἱππηλάτης
ἱππήλατος
ἱππημολγοί
ἱππιάναξ
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππογέρανοι
ἱππόγυποι
ἱππόδαμος
View word page
ἵππιος
ἵππιος ἵππιος, α, ον ἵππος of a horse or horses, Eur.; epith. of the Queen of the Amazons, Eur.; of Poseidon as creator of the horse, Aesch., etc.

ShortDef

of a horse

Debugging

Headword:
ἵππιος
Headword (normalized):
ἵππιος
Headword (normalized/stripped):
ιππιος
IDX:
15934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15948
Key:
i(/ppios

Data

{'content': 'ἵππιος\n ἵππιος, α, ον\n ἵππος\n of a horse or horses, Eur.; epith. of the Queen of the Amazons, Eur.; of Poseidon as creator of the horse, Aesch., etc.', 'key': 'i(/ppios'}