Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱππευτήρ
ἱππευτής
ἱππεύω
ἱππηδόν
ἱππηλάσιος
ἱππηλατέω
ἱππηλάτης
ἱππήλατος
ἱππημολγοί
ἱππιάναξ
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱπποβάμων
ἱπποβάτης
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππογέρανοι
ἱππόγυποι
View word page
ἱππικός
ἱππικός ἱππικός, ή, όν ἵππος of a horse or horses, Hdt., Attic of horsemen or chariots, ἱππικὸς ἀγών, δρόμος Hdt., Soph. skilled in riding, equestrian, Plat.; ἡ ἱππική Ar. τὸ ἱππικόν, the horse, cavalry, Hdt., Xen. a course of four stadia, Plut. adv. -κῶς, like a horseman: Sup. -κώτατα, with best horsemanship, Xen.

ShortDef

of a horse

Debugging

Headword:
ἱππικός
Headword (normalized):
ἱππικός
Headword (normalized/stripped):
ιππικος
IDX:
15933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15947
Key:
i(ppiko/s

Data

{'content': 'ἱππικός\n ἱππικός, ή, όν\n ἵππος\n of a horse or horses, Hdt., Attic\n of horsemen or chariots, ἱππικὸς ἀγών, δρόμος Hdt., Soph.\n skilled in riding, equestrian, Plat.; ἡ ἱππική Ar.\n τὸ ἱππικόν, the horse, cavalry, Hdt., Xen.\n a course of four stadia, Plut.\n adv. -κῶς, like a horseman: Sup. -κώτατα, with best horsemanship, Xen.', 'key': 'i(ppiko/s'}