Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱππαστής
ἱππαστικός
ἱππάστρια
ἱππάφεσις
ἱππεία
ἵππειος
ἵππερος
ἵππευμα
ἱππεύς
ἱππευτήρ
ἱππευτής
ἱππεύω
ἱππηδόν
ἱππηλάσιος
ἱππηλατέω
ἱππηλάτης
ἱππήλατος
ἱππημολγοί
ἱππιάναξ
ἱππικός
ἵππιος
View word page
ἱππευτής
ἱππευτής ἱππευτής, οῦ, a rider, horseman, Eur. from ἱππεύω
ShortDef
a rider, horseman
Debugging
Headword:
ἱππευτής
Headword (normalized):
ἱππευτής
Headword (normalized/stripped):
ιππευτης
IDX:
15924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15938
Key:
i(ppeuth/s
Data
{'content': 'ἱππευτής\n ἱππευτής, οῦ,\n a rider, horseman, Eur.\n from ἱππεύω', 'key': 'i(ppeuth/s'}