Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱππασία
ἱππάσιμος
ἱππάς
ἱππαστής
ἱππαστικός
ἱππάστρια
ἱππάφεσις
ἱππεία
ἵππειος
ἵππερος
ἵππευμα
ἱππεύς
ἱππευτήρ
ἱππευτής
ἱππεύω
ἱππηδόν
ἱππηλάσιος
ἱππηλατέω
ἱππηλάτης
ἱππήλατος
ἱππημολγοί
View word page
ἵππευμα
ἵππευμα ἵππευμα, ατος, τό, ἱππεύω a ride on horseback or journey in a chariot, Eur.
ShortDef
a ride on horseback
Debugging
Headword:
ἵππευμα
Headword (normalized):
ἵππευμα
Headword (normalized/stripped):
ιππευμα
IDX:
15921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15935
Key:
i(/ppeuma
Data
{'content': 'ἵππευμα\n ἵππευμα, ατος, τό,\n ἱππεύω\n a ride on horseback or journey in a chariot, Eur.', 'key': 'i(/ppeuma'}