Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἵππαρχος
ἱππασία
ἱππάσιμος
ἱππάς
ἱππαστής
ἱππαστικός
ἱππάστρια
ἱππάφεσις
ἱππεία
ἵππειος
ἵππερος
ἵππευμα
ἱππεύς
ἱππευτήρ
ἱππευτής
ἱππεύω
ἱππηδόν
ἱππηλάσιος
ἱππηλατέω
ἱππηλάτης
ἱππήλατος
View word page
ἵππερος
ἵππερος ἵππ-ερος, ὁ, horse-love, horse-fever, Ar.
ShortDef
horse-love, horse-fever
Debugging
Headword:
ἵππερος
Headword (normalized):
ἵππερος
Headword (normalized/stripped):
ιππερος
IDX:
15920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15934
Key:
i(/pperos
Data
{'content': 'ἵππερος\n ἵππ-ερος, ὁ,\n horse-love, horse-fever, Ar.', 'key': 'i(/pperos'}