Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
ἱππασία
ἱππάσιμος
ἱππάς
ἱππαστής
ἱππαστικός
ἱππάστρια
ἱππάφεσις
ἱππεία
ἵππειος
ἵππερος
ἵππευμα
ἱππεύς
ἱππευτήρ
ἱππευτής
ἱππεύω
ἱππηδόν
ἱππηλάσιος
ἱππηλατέω
ἱππηλάτης
View word page
ἵππειος
ἵππειος ἵππειος, α, ον ἵππος of a horse or horses, Hom., Soph.; ἵππ. λόφος a horse-hair crest, Il.
ShortDef
of a horse
Debugging
Headword:
ἵππειος
Headword (normalized):
ἵππειος
Headword (normalized/stripped):
ιππειος
IDX:
15919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15933
Key:
i(/ppeios
Data
{'content': 'ἵππειος\n ἵππειος, α, ον\n ἵππος\n of a horse or horses, Hom., Soph.; ἵππ. λόφος a horse-hair crest, Il.', 'key': 'i(/ppeios'}