Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱππαρχία
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
ἱππασία
ἱππάσιμος
ἱππάς
ἱππαστής
ἱππαστικός
ἱππάστρια
ἱππάφεσις
ἱππεία
ἵππειος
ἵππερος
ἵππευμα
ἱππεύς
ἱππευτήρ
ἱππευτής
ἱππεύω
ἱππηδόν
ἱππηλάσιος
ἱππηλατέω
View word page
ἱππεία
ἱππεία ἱππεία, ἡ, ἱππεύω a riding or driving of horses, horsemanship, Soph., Eur. cavalry, Xen.

ShortDef

a riding of horses, horsemanship, cavalry

Debugging

Headword:
ἱππεία
Headword (normalized):
ἱππεία
Headword (normalized/stripped):
ιππεια
IDX:
15918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15932
Key:
i(ppei/a

Data

{'content': 'ἱππεία\n ἱππεία, ἡ,\n ἱππεύω\n a riding or driving of horses, horsemanship, Soph., Eur.\n cavalry, Xen.', 'key': 'i(ppei/a'}