Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἁλοσύδνη
ἁλότριψ
ἁλουργής
ἁλουργίς
ἀλουσία
ἄλουτος
ἄλοφος
ἄλοχος
ἄλπνιστος
ἅλσις
ἄλσος
ἅλς
ἀλσώδης
ἁλτικός
ἁλυκίς
ἀλυκτάζω
ἀλυκτέω
ἀλυκτοπέδαι
ἄλυξις
ἀλύπητος
ἄλυπος
View word page
ἄλσος
ἄλσος Deriv. uncertain. a glade or grove, Lat. saltus, Hom.; grove, Od., Hdt., etc.
ShortDef
a glade
Debugging
Headword:
ἄλσος
Headword (normalized):
ἄλσος
Headword (normalized/stripped):
αλσος
IDX:
1593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1593
Key:
a)/lsos
Data
{'content': 'ἄλσος\n Deriv. uncertain.\n a glade or grove, Lat. saltus, Hom.; grove, Od., Hdt., etc.', 'key': 'a)/lsos'}