Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
ἱππαρχέω
ἱππαρχία
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
ἱππασία
ἱππάσιμος
ἱππάς
ἱππαστής
ἱππαστικός
ἱππάστρια
ἱππάφεσις
ἱππεία
ἵππειος
ἵππερος
ἵππευμα
ἱππεύς
ἱππευτήρ
ἱππευτής
ἱππεύω
View word page
ἱππαστικός
ἱππαστικός ἱππαστικός, ή, όν ἱππάζομαι fond of riding, Plut.
ShortDef
fond of riding
Debugging
Headword:
ἱππαστικός
Headword (normalized):
ἱππαστικός
Headword (normalized/stripped):
ιππαστικος
IDX:
15915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15929
Key:
i(ppastiko/s
Data
{'content': 'ἱππαστικός\n ἱππαστικός, ή, όν\n ἱππάζομαι\n fond of riding, Plut.', 'key': 'i(ppastiko/s'}