Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱππαπαί
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
ἱππαρχέω
ἱππαρχία
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
ἱππασία
ἱππάσιμος
ἱππάς
ἱππαστής
ἱππαστικός
ἱππάστρια
ἱππάφεσις
ἱππεία
ἵππειος
ἵππερος
ἵππευμα
ἱππεύς
ἱππευτήρ
ἱππευτής
View word page
ἱππαστής
ἱππαστής ἱππαστής, οῦ, = ἱππευτής, Luc. as adj. fit for riding, of a horse, Xen.
ShortDef
fit for riding
Debugging
Headword:
ἱππαστής
Headword (normalized):
ἱππαστής
Headword (normalized/stripped):
ιππαστης
IDX:
15914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15928
Key:
i(ppasth/s
Data
{'content': 'ἱππαστής\n ἱππαστής, οῦ,\n = ἱππευτής, Luc.\n as adj. fit for riding, of a horse, Xen.', 'key': 'i(ppasth/s'}