Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱππαλίδας
ἱππαπαί
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
ἱππαρχέω
ἱππαρχία
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
ἱππασία
ἱππάσιμος
ἱππάς
ἱππαστής
ἱππαστικός
ἱππάστρια
ἱππάφεσις
ἱππεία
ἵππειος
ἵππερος
ἵππευμα
ἱππεύς
ἱππευτήρ
View word page
ἱππάς
ἱππάς ἱππάς, άδος, fem. of ἱππικός ἱππὰς στολή, a riding-dress, Hdt.
ShortDef
a riding-dress; the class of cavalry in Athens
Debugging
Headword:
ἱππάς
Headword (normalized):
ἱππάς
Headword (normalized/stripped):
ιππας
IDX:
15913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15927
Key:
i(ppa/s
Data
{'content': 'ἱππάς\n ἱππάς, άδος,\n fem. of ἱππικός\n ἱππὰς στολή, a riding-dress, Hdt.', 'key': 'i(ppa/s'}