Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱππάζομαι
ἱππαλεκτρυών
ἱππαλίδας
ἱππαπαί
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
ἱππαρχέω
ἱππαρχία
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
ἱππασία
ἱππάσιμος
ἱππάς
ἱππαστής
ἱππαστικός
ἱππάστρια
ἱππάφεσις
ἱππεία
ἵππειος
ἵππερος
ἵππευμα
View word page
ἱππασία
ἱππασία ἱππᾰσία, ἡ, ἱππάζομαι riding, horse-exercise, Ar., Xen. chariot-driving, Luc.

ShortDef

riding, horse-exercise

Debugging

Headword:
ἱππασία
Headword (normalized):
ἱππασία
Headword (normalized/stripped):
ιππασια
IDX:
15911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15925
Key:
i(ppasi/a

Data

{'content': 'ἱππασία\n ἱππᾰσία, ἡ,\n ἱππάζομαι\n riding, horse-exercise, Ar., Xen.\n chariot-driving, Luc.', 'key': 'i(ppasi/a'}