Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱππαγωγός
ἱππάζομαι
ἱππαλεκτρυών
ἱππαλίδας
ἱππαπαί
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
ἱππαρχέω
ἱππαρχία
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
ἱππασία
ἱππάσιμος
ἱππάς
ἱππαστής
ἱππαστικός
ἱππάστρια
ἱππάφεσις
ἱππεία
ἵππειος
ἵππερος
View word page
ἵππαρχος
ἵππαρχος ἵππ-αρχος, ὁ, a general of cavalry, Hdt.: at Athens there were two, with 10 φύλαρχοι under them, Ar.
ShortDef
a general of cavalry
Hipparchus
Debugging
Headword:
ἵππαρχος
Headword (normalized):
ἵππαρχος
Headword (normalized/stripped):
ιππαρχος
IDX:
15910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15924
Key:
i(/pparxos
Data
{'content': 'ἵππαρχος\n ἵππ-αρχος, ὁ,\n a general of cavalry, Hdt.: at Athens there were two, with 10 φύλαρχοι under them, Ar.', 'key': 'i(/pparxos'}