Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἶπος
ἱππαγρέται
ἱππαγωγός
ἱππάζομαι
ἱππαλεκτρυών
ἱππαλίδας
ἱππαπαί
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
ἱππαρχέω
ἱππαρχία
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
ἱππασία
ἱππάσιμος
ἱππάς
ἱππαστής
ἱππαστικός
ἱππάστρια
ἱππάφεσις
ἱππεία
View word page
ἱππαρχία
ἱππαρχία ἱππαρχία, ἡ, from ἵππαρχος the office of ἵππαρχος, Xen.

ShortDef

office of ἵππαρχος

Debugging

Headword:
ἱππαρχία
Headword (normalized):
ἱππαρχία
Headword (normalized/stripped):
ιππαρχια
IDX:
15908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15922
Key:
i(pparxi/a

Data

{'content': 'ἱππαρχία\n ἱππαρχία, ἡ,\n from ἵππαρχος\n the office of ἵππαρχος, Xen.', 'key': 'i(pparxi/a'}