Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰπόω
ἶπος
ἱππαγρέται
ἱππαγωγός
ἱππάζομαι
ἱππαλεκτρυών
ἱππαλίδας
ἱππαπαί
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
ἱππαρχέω
ἱππαρχία
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
ἱππασία
ἱππάσιμος
ἱππάς
ἱππαστής
ἱππαστικός
ἱππάστρια
ἱππάφεσις
View word page
ἱππαρχέω
ἱππαρχέω ἱππαρχέω, fut. -ήσω ἵππαρχος to command the cavalry, c. gen., Hdt., Dem. from ἵππαρχος

ShortDef

to command the cavalry

Debugging

Headword:
ἱππαρχέω
Headword (normalized):
ἱππαρχέω
Headword (normalized/stripped):
ιππαρχεω
IDX:
15907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15921
Key:
i(pparxe/w

Data

{'content': 'ἱππαρχέω\n ἱππαρχέω,\n fut. -ήσω\n ἵππαρχος\n to command the cavalry, c. gen., Hdt., Dem.\n from ἵππαρχος', 'key': 'i(pparxe/w'}