Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰπνοποιός
ἰπνός
ἰπόω
ἶπος
ἱππαγρέται
ἱππαγωγός
ἱππάζομαι
ἱππαλεκτρυών
ἱππαλίδας
ἱππαπαί
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
ἱππαρχέω
ἱππαρχία
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
ἱππασία
ἱππάσιμος
ἱππάς
ἱππαστής
ἱππαστικός
View word page
ἱππάριον
ἱππάριον ἱππάριον, ου, τό, Dim. of ἵππος, a pony, Xen.
ShortDef
a pony
Debugging
Headword:
ἱππάριον
Headword (normalized):
ἱππάριον
Headword (normalized/stripped):
ιππαριον
IDX:
15905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15919
Key:
i(ppa/rion
Data
{'content': 'ἱππάριον\n ἱππάριον, ου, τό,\n Dim. of ἵππος, a pony, Xen.', 'key': 'i(ppa/rion'}