Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἴουλος
ἰού
ἰοχέαιρα
-ί
ἰπνίτης
ἰπνοποιός
ἰπνός
ἰπόω
ἶπος
ἱππαγρέται
ἱππαγωγός
ἱππάζομαι
ἱππαλεκτρυών
ἱππαλίδας
ἱππαπαί
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
ἱππαρχέω
ἱππαρχία
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
View word page
ἱππαγωγός
ἱππαγωγός ἱππ-ᾰγωγός, όν carrying horses, of ships used as cavalry transports, Hdt., Thuc., etc.
ShortDef
carrying horses
Debugging
Headword:
ἱππαγωγός
Headword (normalized):
ἱππαγωγός
Headword (normalized/stripped):
ιππαγωγος
IDX:
15900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15914
Key:
i(ppagwgo/s
Data
{'content': 'ἱππαγωγός\n ἱππ-ᾰγωγός, όν\n carrying horses, of ships used as cavalry transports, Hdt., Thuc., etc.', 'key': 'i(ppagwgo/s'}