Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἰουδαΐζω
Ἰουδαϊκός
Ἰουδαῖος
ἴουλος
ἰού
ἰοχέαιρα
ἰπνίτης
ἰπνοποιός
ἰπνός
ἰπόω
ἶπος
ἱππαγρέται
ἱππαγωγός
ἱππάζομαι
ἱππαλεκτρυών
ἱππαλίδας
ἱππαπαί
ἱππάριον
ἱππαρμοστής
ἱππαρχέω
View word page
ἰπόω
ἰπόω Pass. to be weighed down, Aesch., Ar. from ἶπος

ShortDef

press, squeeze

Debugging

Headword:
ἰπόω
Headword (normalized):
ἰπόω
Headword (normalized/stripped):
ιποω
IDX:
15897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15911
Key:
i)po/omai

Data

{'content': 'ἰπόω\n Pass. to be weighed down, Aesch., Ar.\n from ἶπος', 'key': 'i)po/omai'}