Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλοκίζω
ἄλοξ
Ἁλοσύδνη
ἁλότριψ
ἁλουργής
ἁλουργίς
ἀλουσία
ἄλουτος
ἄλοφος
ἄλοχος
ἄλπνιστος
ἅλσις
ἄλσος
ἅλς
ἀλσώδης
ἁλτικός
ἁλυκίς
ἀλυκτάζω
ἀλυκτέω
ἀλυκτοπέδαι
ἄλυξις
View word page
ἄλπνιστος
ἄλπνιστος Sup. adj. ( cf. ἔπαλπνος ) sweetest, loveliest, Pind.

ShortDef

sweetest, loveliest

Debugging

Headword:
ἄλπνιστος
Headword (normalized):
ἄλπνιστος
Headword (normalized/stripped):
αλπνιστος
IDX:
1591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1591
Key:
a)/lpnistos

Data

{'content': 'ἄλπνιστος\n Sup. adj. ( cf. ἔπαλπνος )\n sweetest, loveliest, Pind.', 'key': 'a)/lpnistos'}