Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλοιητήρ
ἀλοιφή
ἀλοκίζω
ἄλοξ
Ἁλοσύδνη
ἁλότριψ
ἁλουργής
ἁλουργίς
ἀλουσία
ἄλουτος
ἄλοφος
ἄλοχος
ἄλπνιστος
ἅλσις
ἄλσος
ἅλς
ἀλσώδης
ἁλτικός
ἁλυκίς
ἀλυκτάζω
ἀλυκτέω
View word page
ἄλοφος
ἄλοφος without crest, Il.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄλοφος
Headword (normalized):
ἄλοφος
Headword (normalized/stripped):
αλοφος
IDX:
1589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1589
Key:
a)/lofos
Data
{'content': 'ἄλοφος\n without crest, Il.', 'key': 'a)/lofos'}