Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰξοεργός
ἰξός
ἰξοφορεύς
ἰξύς
Ἰόβακχος
ἰοβλέφαρος
ἰοβολέω
ἰοβόλος
ἰοβόστρυχος
ἰοδνεφής
ἰοδόκος
ἰοειδής
ἰόεις
ἰομιγής
ἰόμωροι
ἰονθάς
ἴονθος
Ἰόνιος
ἴον
ἰόπλοκος
ἰός
View word page
ἰοδόκος
ἰοδόκος ἰ_ο-δόκος, ον ἰός, δέχομαι holding arrows, Hom.: —as Subst. a quiver, Anth.

ShortDef

holding arrows

Debugging

Headword:
ἰοδόκος
Headword (normalized):
ἰοδόκος
Headword (normalized/stripped):
ιοδοκος
IDX:
15873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15887
Key:
i)odo/kos

Data

{'content': 'ἰοδόκος\n ἰ_ο-δόκος, ον\n ἰός, δέχομαι\n holding arrows, Hom.: —as Subst. a quiver, Anth.', 'key': 'i)odo/kos'}