Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰξοβολέω
ἰξοβόλος
ἰξοεργός
ἰξός
ἰξοφορεύς
ἰξύς
Ἰόβακχος
ἰοβλέφαρος
ἰοβολέω
ἰοβόλος
ἰοβόστρυχος
ἰοδνεφής
ἰοδόκος
ἰοειδής
ἰόεις
ἰομιγής
ἰόμωροι
ἰονθάς
ἴονθος
Ἰόνιος
ἴον
View word page
ἰοβόστρυχος
ἰοβόστρυχος ἰο-βόστρῠχος, ον ἴον dark-haired, Pind.

ShortDef

dark-haired

Debugging

Headword:
ἰοβόστρυχος
Headword (normalized):
ἰοβόστρυχος
Headword (normalized/stripped):
ιοβοστρυχος
IDX:
15871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15885
Key:
i)obo/struxos

Data

{'content': 'ἰοβόστρυχος\n ἰο-βόστρῠχος, ον\n ἴον\n dark-haired, Pind.', 'key': 'i)obo/struxos'}