Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰξεύω
Ἰξίων
ἰξοβολέω
ἰξοβόλος
ἰξοεργός
ἰξός
ἰξοφορεύς
ἰξύς
Ἰόβακχος
ἰοβλέφαρος
ἰοβολέω
ἰοβόλος
ἰοβόστρυχος
ἰοδνεφής
ἰοδόκος
ἰοειδής
ἰόεις
ἰομιγής
ἰόμωροι
ἰονθάς
ἴονθος
View word page
ἰοβολέω
ἰοβολέω ἰ_οβολέω, to shoot arrows, dart, Anth. from ἰ_οβόλος

ShortDef

to shoot arrows, dart

Debugging

Headword:
ἰοβολέω
Headword (normalized):
ἰοβολέω
Headword (normalized/stripped):
ιοβολεω
IDX:
15869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15883
Key:
i)obole/w

Data

{'content': 'ἰοβολέω\n ἰ_οβολέω,\n to shoot arrows, dart, Anth.\n from ἰ_οβόλος', 'key': 'i)obole/w'}