Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰνώδης
Ἰνώ
ἴξαλος
ἰξευτής
ἰξεύω
Ἰξίων
ἰξοβολέω
ἰξοβόλος
ἰξοεργός
ἰξός
ἰξοφορεύς
ἰξύς
Ἰόβακχος
ἰοβλέφαρος
ἰοβολέω
ἰοβόλος
ἰοβόστρυχος
ἰοδνεφής
ἰοδόκος
ἰοειδής
ἰόεις
View word page
ἰξοφορεύς
ἰξοφορεύς ἰξο-φορεύς, έως, φέρω limed, Anth.

ShortDef

limed

Debugging

Headword:
ἰξοφορεύς
Headword (normalized):
ἰξοφορεύς
Headword (normalized/stripped):
ιξοφορευς
IDX:
15865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15879
Key:
i)coforeu/s

Data

{'content': 'ἰξοφορεύς\n ἰξο-φορεύς, έως,\n φέρω\n limed, Anth.', 'key': 'i)coforeu/s'}