Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱμονιά
ἱμονιοστρόφος
ἵνα
ἰνδάλλομαι
ἴνδαλμα
Ἰνδικός
Ἰνδολέτης
Ἰνδός
ἰνίον
ἶνις
ἰνώδης
Ἰνώ
ἴξαλος
ἰξευτής
ἰξεύω
Ἰξίων
ἰξοβολέω
ἰξοβόλος
ἰξοεργός
ἰξός
ἰξοφορεύς
View word page
ἰνώδης
ἰνώδης ἰ_ν-ώδης, ες εἶδος fibrous, of parts of animals, Xen.

ShortDef

fibrous

Debugging

Headword:
ἰνώδης
Headword (normalized):
ἰνώδης
Headword (normalized/stripped):
ινωδης
IDX:
15855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15869
Key:
i)nw/dhs

Data

{'content': 'ἰνώδης\n ἰ_ν-ώδης, ες\n εἶδος\n fibrous, of parts of animals, Xen.', 'key': 'i)nw/dhs'}