Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱμερτός
ἱμονιά
ἱμονιοστρόφος
ἵνα
ἰνδάλλομαι
ἴνδαλμα
Ἰνδικός
Ἰνδολέτης
Ἰνδός
ἰνίον
ἶνις
ἰνώδης
Ἰνώ
ἴξαλος
ἰξευτής
ἰξεύω
Ἰξίων
ἰξοβολέω
ἰξοβόλος
ἰξοεργός
ἰξός
View word page
ἶνις
ἶνις a son, Aesch., Eur.:— ἶνις, ἡ, a daughter, Eur.

ShortDef

a son

Debugging

Headword:
ἶνις
Headword (normalized):
ἶνις
Headword (normalized/stripped):
ινις
IDX:
15854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15868
Key:
i)=nis

Data

{'content': 'ἶνις\n a son, Aesch., Eur.:— ἶνις, ἡ, a daughter, Eur.', 'key': 'i)=nis'}