Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱμείρω
ἱμερόεις
ἱμεροθαλής
ἵμερος
ἱμερόφωνος
ἱμερτός
ἱμονιά
ἱμονιοστρόφος
ἵνα
ἰνδάλλομαι
ἴνδαλμα
Ἰνδικός
Ἰνδολέτης
Ἰνδός
ἰνίον
ἶνις
ἰνώδης
Ἰνώ
ἴξαλος
ἰξευτής
ἰξεύω
View word page
ἴνδαλμα
ἴνδαλμα from ἰνδάλλομαι ἴνδαλμα, ατος, τό, an appearance, Lat. species, Anth., Luc.
ShortDef
an appearance
Debugging
Headword:
ἴνδαλμα
Headword (normalized):
ἴνδαλμα
Headword (normalized/stripped):
ινδαλμα
IDX:
15849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15863
Key:
i)/ndalma
Data
{'content': 'ἴνδαλμα\n from ἰνδάλλομαι\n ἴνδαλμα, ατος, τό,\n an appearance, Lat. species, Anth., Luc.', 'key': 'i)/ndalma'}