ἱμονιοστρόφος
ἱμονιοστρόφος
from ἱμονιά (ῐμ), στρέφω
ἱμονιο-στρόφος, ὁ,
a water-drawer, Ar.
{
"content": "ἱμονιοστρόφος\n from ἱμονιά (ῐμ), στρέφω\n ἱμονιο-στρόφος, ὁ,\n a water-drawer, Ar.",
"key": "i(moniostro/fos"
}