Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱμάτιον
ἱματιοφυλακέω
ἱματισμός
ἱμείρω
ἱμερόεις
ἱμεροθαλής
ἵμερος
ἱμερόφωνος
ἱμερτός
ἱμονιά
ἱμονιοστρόφος
ἵνα
ἰνδάλλομαι
ἴνδαλμα
Ἰνδικός
Ἰνδολέτης
Ἰνδός
ἰνίον
ἶνις
ἰνώδης
Ἰνώ
View word page
ἱμονιοστρόφος
ἱμονιοστρόφος from ἱμονιά (ῐμ), στρέφω ἱμονιο-στρόφος, ὁ, a water-drawer, Ar.
ShortDef
a water-drawer
Debugging
Headword:
ἱμονιοστρόφος
Headword (normalized):
ἱμονιοστρόφος
Headword (normalized/stripped):
ιμονιοστροφος
IDX:
15846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15860
Key:
i(moniostro/fos
Data
{'content': 'ἱμονιοστρόφος\n from ἱμονιά (ῐμ), στρέφω\n ἱμονιο-στρόφος, ὁ,\n a water-drawer, Ar.', 'key': 'i(moniostro/fos'}