Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλοητός
ἁλόθεν
ἀλοίδορος
ἀλοιητήρ
ἀλοιφή
ἀλοκίζω
ἄλοξ
Ἁλοσύδνη
ἁλότριψ
ἁλουργής
ἁλουργίς
ἀλουσία
ἄλουτος
ἄλοφος
ἄλοχος
ἄλπνιστος
ἅλσις
ἄλσος
ἅλς
ἀλσώδης
ἁλτικός
View word page
ἁλουργίς
ἁλουργίς from ἁλουργής a purple robe, Ar.: as adj., ἐσθὴς ἁλουργίς Luc.

ShortDef

a purple robe

Debugging

Headword:
ἁλουργίς
Headword (normalized):
ἁλουργίς
Headword (normalized/stripped):
αλουργις
IDX:
1586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1586
Key:
a(lourgi/s

Data

{'content': 'ἁλουργίς\n from ἁλουργής\n a purple robe, Ar.: as adj., ἐσθὴς ἁλουργίς Luc.', 'key': 'a(lourgi/s'}