Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱματίζω
ἱματιοκάπηλος
ἱμάτιον
ἱματιοφυλακέω
ἱματισμός
ἱμείρω
ἱμερόεις
ἱμεροθαλής
ἵμερος
ἱμερόφωνος
ἱμερτός
ἱμονιά
ἱμονιοστρόφος
ἵνα
ἰνδάλλομαι
ἴνδαλμα
Ἰνδικός
Ἰνδολέτης
Ἰνδός
ἰνίον
ἶνις
View word page
ἱμερτός
ἱμερτός ἱ_μερτός, ή, όν ἱμείρω longed for, lovely, Il., Hes.
ShortDef
longed for, lovely
Debugging
Headword:
ἱμερτός
Headword (normalized):
ἱμερτός
Headword (normalized/stripped):
ιμερτος
IDX:
15844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15858
Key:
i(merto/s
Data
{'content': 'ἱμερτός\n ἱ_μερτός, ή, όν\n ἱμείρω\n longed for, lovely, Il., Hes.', 'key': 'i(merto/s'}